αγίασμα

αγίασμα
Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 745 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτυλίου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 105 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. 3. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 2 μ., 1.158) στην πρώην επαρχία Νέστου του νομού Καβάλας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεραμωτής.
* * *
το (Α ἁγίασμα) [αγιάζω]
νερό καθαγιασμένο με θρησκευτική τελετή, αγιασμός
νεοελλ.
1. καθαγίαση με θρησκευτική τελετή, αγιασμός
2. ράντισμα με αγιασμένο νερό
3. πηγή από την οποία ρέει νερό που θεωρείται ιερό και έχει θεραπευτικές ιδιότητες
4. ο γύρω από την πηγή αυτή χώρος
εκκλ.
1. οτιδήποτε είναι ιερό, αγιασμένο, εξαγνισμένο
2. ο τόπος ο προορισμένος για τη λατρεία τού Θεού (πρβλ. ἁγιαστήριον)
3. η Αγία Τράπεζα
4. τα Τίμια Δώρα
5. ιερότητα, αγιότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁγίασμα — holiness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγίασμα — το, ατος 1. το αγιασμένο νερό. 2. πηγή νερού θεωρούμενη ιερή: Κοντά στο παρεκκλήσι ήταν το αγίασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγιασμα — το, ατος το να γίνει κανείς άγιος, η αγιοποίηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁγιασμάτων — ἁγίασμα holiness neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιάσμασι — ἁγίασμα holiness neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιάσμασιν — ἁγίασμα holiness neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιάσματα — ἁγίασμα holiness neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιάσματι — ἁγίασμα holiness neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγιάσματος — ἁγίασμα holiness neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АГИАСМА — Ватопедского мон ря на Афоне Агиасма Ватопедского мон ря на Афоне [греч. ἁγίασμα святыня; церковнослав. святая вода]. 1. Греч. слово «ἁγίασμα», искусственно созданное при переводе ВЗ и не встречающееся у античных авторов, в Септуагинте передает,… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”